σταφιδοζάχαρο

σταφιδοζάχαρο
το, Ν
βλ. σταφιδοσάκχαρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταφιδοσάκχαρο — και σταφιδοζάχαρο, το, Ν (βιοχ.) σάκχαρο που περιέχεται στη σταφίδα από το υδατικό εκχύλισμα τής οποίας λαμβάνεται με εξουδετέρωση τών οξέων και συμπύκνωση και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + σάκχαρο / ζάχαρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”